- κεφάλοφος
- (Cephalophus). Γένος θηλαστικών αντιλόπων της Αφρικής, της υποοικογένειας των κεφαλοφινών. Ορισμένα είδη έχουν τις διαστάσεις πρόβατου, ενώ άλλα δεν ξεπερνούν το μέγεθος του λαγού. Τα θηλαστικά αυτά ζουν συνήθως σε μικρά κοπάδια σε δάση, ανάμεσα σε θάμνους, όπου είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Οι κ. φέρουν κοντά και μυτερά κέρατα, τα οποία γέρνουν προς τα πίσω. Το μεγαλύτερο από τα διάφορα είδη του γένους έχει καφέ σκούρο χρώμα, με ξανθές τρίχες στη ράχη. Άλλα είδη έχουν υπόξανθο χρώμα με μαύρες χαρακτηριστικές γραμμές.
* * *ογένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών τής οικογένειας boridae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalophus < cephal (πρβλ. κεφαλ[ο]-*) + -lophus (πρβλ. λόφος «λοφίο»)].
Dictionary of Greek. 2013.